ὅπου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: όπου

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὅπου < θέμα ὁ- από την αντωνυμία ὅς, , + ερωτηματική αντωνυμία ποῦ.[1]
σχετικό του πόθεν, ιωνικός τύποςὅκου

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὅπου (τοπικό)

  • συσχετικό του που
  1. σε συγκεκριμένο μέρος
  2. κατά συγκεκριμένο τρόπο
  3. πως, αφού, διότι

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.