route
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
route | routes |
route (en)
- η διαδρομή
- το δρομολόγιο, η κίνηση ενός μεταφορικού μέσου
- ↪ The bus which does the Thessaloniki-Athens route.
- Το λεωφορείο που κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Aθήνα.
- ↪ The buses have a route every 5 minutes./The buses run every 5 minutes.
- Τα λεωφορεία έχουν δρομολόγιο κάθε 5 λεπτά.
- ↪ The bus which does the Thessaloniki-Athens route.
- το δρομολόγιο, διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του
- (δίκτυο υπολογιστών) διαδρομή, δρόμος[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | route |
γ΄ ενικό ενεστώτα | routes |
αόριστος | routed |
παθητική μετοχή | routed |
ενεργητική μετοχή | routing |
route (en)
- (δίκτυο υπολογιστών) δρομολογώ ένα πακέτο (packet)[1]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 249. ISBN 9780194325684., λήμμα: δρομολόγιο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
route | routes |
route (fr) θηλυκό
- ο δρόμος
- το δρομολόγιο
- η πλεύση, η ρότα