route

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
route routes

route (en)

  1. η διαδρομή
  2. το δρομολόγιο, η κίνηση ενός μεταφορικού μέσου
    The bus which does the Thessaloniki-Athens route.
    Το λεωφορείο που κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Aθήνα.
    The buses have a route every 5 minutes./The buses run every 5 minutes.
    Τα λεωφορεία έχουν δρομολόγιο κάθε 5 λεπτά.
  3. το δρομολόγιο, διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του
    We changed our route and will not be passing through Patras.
    Aλλάξαμε δρομολόγιο και δε θα περάσουμε από την Πάτρα.
     συνώνυμα: itinerary
  4. (δίκτυο υπολογιστών) διαδρομή, δρόμος[1]
     συνώνυμα: path

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας route
γ΄ ενικό ενεστώτα routes
αόριστος routed
παθητική μετοχή routed
ενεργητική μετοχή routing

route (en)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 249. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δρομολόγιο



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
route routes

route (fr) θηλυκό

  1. ο δρόμος
  2. το δρομολόγιο
  3. η πλεύση, η ρότα



Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.