route
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
route | routes |
route (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
route (en)
- (δίκτυο υπολογιστών) δρομολογώ ένα πακέτο (packet)[1]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
route | routes |
route (fr) θηλυκό
- ο δρόμος
- το δρομολόγιο