δρομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δρομή | αἱ | δρομαί |
γενική | τῆς | δρομῆς | τῶν | δρομῶν |
δοτική | τῇ | δρομῇ | ταῖς | δρομαῖς |
αιτιατική | τὴν | δρομήν | τὰς | δρομᾱ́ς |
κλητική ὦ! | δρομή | δρομαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρομᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δρομαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρομή < δρο- (→ δείτε τη λέξη δρόμος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *der- (τρέχω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δρομή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του δρόμος
Πηγές
[επεξεργασία]- δρομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)