pad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pad | pads |
pad (en)
- μπλοκ, σημειωματάριο
- βάτα
- τακάκι φρένων (brake pad)
- πλήρωση[1]
- πατάκι ποντικιού (→ δείτε τον όρο mouse pad)[1]
- (ηλεκτρονική) πέλμα[1], σημείο για επαφή ή κώλυση ηλεκτρικών καλωδίων (contact pad)
Ρήμα[επεξεργασία]
pad (en)
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
pad στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | pad | padovi |
γενική | pada | padóvā |
δοτική | padu | padovima |
αιτιατική | pad | padove |
κλητική | pade | padovi |
τοπική | padu | padovima |
οργανική | padom | padovima |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pad < πρωτοσλαβική γλώσσα *pasti < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ped-, *pod- (Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) πέδον, πούς κ.ά.)