gate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gate gates

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gate (en)

  1. η πύλη
  2. (μετρήσιμο) η πύλη επιβίβασης, σε ένα αεροδρόμιο
    to all gates - προς όλες τις πύλες επιβίβασης

Πηγές[επεξεργασία]



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gate (no)

Συνώνυμα[επεξεργασία]