gate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gate | gates |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gate (en)
- η πύλη
- (μετρήσιμο) η πύλη επιβίβασης, σε ένα αεροδρόμιο
- ⮡ to all gates - προς όλες τις πύλες επιβίβασης
Πηγές
[επεξεργασία]
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gate (no)