rua
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rua | ruas |
rua (pt) θηλυκό
- ο δρόμος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rua | ruas |
rua (pt) θηλυκό