ulica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ulica (bs)
- ο δρόμος
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /uˈlʲit͡s̑a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ulica (pl) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- mieszkać na ulicy .../mieszkać przy ulicy ...: μένω στη οδό ...
- boczna ulica: πλάγιος δρόμος, παράδρομος
- dziecko ulicy: παιδί του δρόμου
- główna ulica: κεντρική οδός
- przejść na drugą stronę ulicy: περνάω στην άλλη (απέναντι) πλευρά του δρόμου
- ślepa ulica: τυφλή οδός, αδιέξοδο
- wyrzucić kogoś na ulicę: πετάω κάποιον στο δρόμο
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ulica (sk)
- ο δρόμος