οδοποιία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οδοποιία < αρχαία ελληνική ὁδοποιία < ὁδός + -ποιία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδοποιία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- οδοποιητικός
- οδοποιός
- → δείτε τις λέξεις οδός και ποιώ