οδοποιητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοποιητικός η οδοποιητική το οδοποιητικό
      γενική του οδοποιητικού της οδοποιητικής του οδοποιητικού
    αιτιατική τον οδοποιητικό την οδοποιητική το οδοποιητικό
     κλητική οδοποιητικέ οδοποιητική οδοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοποιητικοί οι οδοποιητικές τα οδοποιητικά
      γενική των οδοποιητικών των οδοποιητικών των οδοποιητικών
    αιτιατική τους οδοποιητικούς τις οδοποιητικές τα οδοποιητικά
     κλητική οδοποιητικοί οδοποιητικές οδοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοποιητικός < οδοποιία + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οδοποιητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]