μεταστοιχειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταστοιχειώνω < μετά +

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταστοιχειώνω

  • (μεταφορικά & κυριολεκτικά) μετατρέπω ένα στοιχείο σε κάτι άλλο μεταβάλλοντας ριζικά τη σύνθεσή του
    οι αλχημιστές προσπάθησαν να μεταστοιχειώσουν μέταλλα σε χρυσό χωρίς αποτέλεσμα
    [...] το επίπεδο πολιτικής άσκησης στην Ευρώπη το 18ο αιώνα ήταν τόσο υψηλό που πολλές από τις ιδέες της και μεγάλο μέρος του μηχανισμού της συνεχίζουν να μεταστοιχειώνονται στο σημερινό πολύ διαφορετικό παγκόσμιο σύστημα [...] - Αδάμ Γουάτσον (2010) Η Εξέλιξη της Διεθνούς Κοινωνίας, Ποιότητα, σ. 376

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]