a lot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
a lot (en)
- μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα
- ↪ he has a lot of books (έχει πολλά βιβλία, κυριολεκτικά: έχει ένα πλήθος βιβλία)
Επίρρημα[επεξεργασία]
a lot (en)