a lot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lot, lots

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

a lot (en)

  • μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα
    he has a lot of books (έχει πολλά βιβλία, κυριολεκτικά: έχει ένα πλήθος βιβλία)

Επίρρημα[επεξεργασία]

a lot (en)

  1. πολύ, πάρα πολύ
    I love you a lot - σ' αγαπώ πάρα πολύ
    thanks a lot - ευχαριστώ πολύ
     συνώνυμα: very much, so much, really
  2. πολύ, συχνά
    I travel a lot - ταξιδεύω πολύ (συχνά)
     συνώνυμα: frequently, often