often
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | often |
συγκριτικός | more often |
υπερθετικός | most often |
Επίρρημα[επεξεργασία]
often (en)
- συχνά, πολύ
- ↪ I don't travel often.
- Δεν ταξιδεύω συχνά.
- ↪ My husband works often.
- Ο άντρας μου δουλεύει πολύ.
- ≈ συνώνυμα: a lot, frequently, oftentimes, very much, so much
- ↪ I don't travel often.