frequently

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

frequently (en)

  1. συχνά (με μεγάλη συχνότητα)
     συνώνυμα: often, a lot