Μετάβαση στο περιεχόμενο

frequently

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός frequently
συγκριτικός more frequently
υπερθετικός most frequently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
frequently < frequent + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

frequently (en)

  • συχνά, πολύ, με μεγάλη συχνότητα
      I don't travel frequently.
    Δεν ταξιδεύω συχνά.
      My wife works frequently.
    Η γυναίκα μου δουλεύει πολύ.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη often