frequent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | frequent |
συγκριτικός | frequenter / more frequent |
υπερθετικός | frequentest / most frequent |
frequenter και frequentest είναι σπάνια |
Επίθετο[επεξεργασία]
frequent (en)
- συχνός
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.