mostly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]mostly (en)
- κατά βάση, κατά κανόνα, ως επί το πλείστον
- ⮡ The medicine was mostly sugar and water.
- Το φάρμακο ήταν κατά βάση ζάχαρη και νερό.
- ⮡ I’m mostly home on Sundays.
- Είμαι κατά κανόνα σπίτι τις Κυριακές.
- ⮡ The medicine was mostly sugar and water.