mostly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]mostly (en)
- κατά βάση, κατά κανόνα, ως επί το πλείστον
- ↪ The medicine was mostly sugar and water.
- Το φάρμακο ήταν κατά βάση ζάχαρη και νερό.
- ↪ I’m mostly home on Sundays.
- Είμαι κατά κανόνα σπίτι τις Κυριακές.
- ↪ The medicine was mostly sugar and water.