mostek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mostek < υποκοριστικό του most
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mostek (pl) αρσενικό
- γεφυράκι, μικρή γέφυρα
- (ανατομία) στέρνο
- γέφυρα με τις έννοιες
- (οδοντιατρική) οδοντοτεχνική κατασκευή
- (αθλητισμός) γυμναστική άσκηση
- επίπεδο σε πλοίο