mostek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mostek < υποκοριστικό του most

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mostek (pl) αρσενικό

  1. γεφυράκι, μικρή γέφυρα
  2. (ανατομία) στέρνο
  3. γέφυρα με τις έννοιες
    • (οδοντιατρική) οδοντοτεχνική κατασκευή
    • (αθλητισμός) γυμναστική άσκηση
    • επίπεδο σε πλοίο