make the most of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
make the most of (en)
- (ιδιωματισμός) εκμεταλλεύομαι στο έπακρο, αξιοποιώ πλήρως
- ↪ We must make the most of our time as long as we can.
- Πρέπει να εκμεταλλευτούμε το χρόνο μας όσο περισσότερο μπορούμε.
- ↪ We must make the most of our time as long as we can.