συνθετικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνθετικός < αρχαία ελληνική συνθετικός < σύνθετος < συντίθημι < τίθημι
Επίθετο
[επεξεργασία]συνθετικός, -ή, -ό
- που κατασκευάζεται με τεχνητό τρόπο, μέσω ανθρώπινης παρέμβασης, συνθέτοντας χημικά ή άλλα στοιχεία
- που γίνεται με σύνθεση, δηλαδή με διαδικασία συνένωσης διαφορετικών στοιχείων σε ένα ενιαίο σύνολο
- (γλωσσολογία) που αναφέρεται στη δομή λέξεων ή γλωσσών που χρησιμοποιούν σύνθεση στοιχείων για τη δημιουργία νέων λέξεων ή φράσεων
- (ουσιαστικοποιημένο) συνθετικό
- (ουσιαστικοποιημένο) συνθετικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνθετικός
|
- 1 2 συνθετικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- 1 2 συνθετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)