εἴδησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | εἴδησις | εἰδήσει | εἰδήσεις |
Γενική | εἰδήσεως | εἰδησέοιν | εἰδήσεων |
Δοτική | εἰδήσει | εἰδησέοιν | εἰδήσεσι(ν) |
Αιτιατική | εἴδησιν | εἰδήσει | εἰδήσεις |
Κλητική | εἴδησι | εἰδήσει | εἰδήσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εἴδησις < οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση από το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εἴδησις θηλυκό