parti
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]parti (fr)
- (εραλδική) μοιρασμένο σε δύο
- ≈ συνώνυμα: (παρωχημένο) partite
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parti (fr)
parti (fr)
parti (fr)