φιλεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φιλεῖ, φυλή, Φυλή, Φίλη, φίλη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φιλεί

  • γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του φιλώ, κατά την αρχαία ελληνική φιλεῖ
    ※  Στο παρελθόν ο έρωτας μπορούσε να ευδοκιμήσει μέσα από την οικογενειακή και κοινωνική αναγνώριση. Ειδάλλως, ο έρωτας ενδεχομένως να τροφοδοτούσε θεατρικά ή μυθιστορηματικά κείμενα, ή ακόμη και τη λαϊκή λογοτεχνία. Πιο συγκεκριμένα, οι παραλογές, αυτό το δραματικό είδος της λαϊκής μας παράδοσης, μαρτυρούν την κατάληξη των μετέωρων ερώτων, την αυτοκτονία των ερωτευμένων που μένουν αιώνια πιστοί ακόμη και στο θάνατο (κι εκεί που θάψανε το νιο εβγήκε κυπαρίσσι κι εκεί που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμάκι. Αντικοτά η καλαμιά φιλεί το κυπαρίσσι).
    Ευάγγελος Αυδίκος, «Αντικοτά η καλαμιά φιλεί το κυπαρίσσι», ARTI news.gr (14 Φεβρουαρίου 2022)· πρόσβαση: 2023-06-30.
    ※  «Η Πλια φιλεί τη θάλασσα κι ο τράγος τη σανάδα». Που θα πει, πως η Πούλια φιλεί, χαμηλώνει πολύ δηλαδή προς τη θάλασσα, και τότε ο τράγος ζευγαρώνει με το θηλυκό αγρίμι.
    Φωτεινή Σεγρεδάκη, «Λαογραφικές μυρωδιές», Χανιώτικα Νέα.gr (2 Δεκεμβρίου 2013)· πρόσβαση: 2023-06-30.
    ταυτόσημα: φιλάει / φιλά