affection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affection (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αγάπη
- ⮡ He responded positively to the affection we showed him.
- Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.
- ⮡ He responded positively to the affection we showed him.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affection (fr) θηλυκό
- η αγάπη, η τρυφερότητα
- η πάθηση