darling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]darling (en)
- αγαπητός/αγαπητή, αγαπημένος
- she is my darling student - είναι η αγαπημένη μου μαθήτρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]darling (en)
- η αγάπη (μου)
- Hello, darling! - Γεια σου, αγάπη!
- she is the darling of the media - είναι το χαϊδεμένο/η αγάπη των μέσων μαζικής ενημέρωσης