désagrément
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
désagrément | désagréments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]désagrément (fr) αρσενικό
- η ενόχληση, η σκοτούρα, η ταλαιπωρία, η δυσαρέσκεια
ενικός | πληθυντικός |
désagrément | désagréments |
désagrément (fr) αρσενικό