Schmerz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schmerz (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Schmerzen)
- ο φυσικός ή ψυχικός πόνος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- Freude θηλυκό