Μετάβαση στο περιεχόμενο

Leid

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Leid
γενική des Leids
Leides
δοτική dem Leid
Leide
αιτιατική das Leid

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Leid (de) ουδέτερο

  1. ο πόνος
     συνώνυμα: der Schmerz (de)
  2. η θλίψη, η λύπη
     συνώνυμα: der Kummer (de)
     αντώνυμα: die Freude (de)
  3. το κακό, η δυστυχία
     συνώνυμα: das Unrecht (de)

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Leid αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,