Freude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Freude | die | Freuden |
γενική | der | Freude | der | Freuden |
δοτική | der | Freude | den | Freuden |
αιτιατική | die | Freude | die | Freuden |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Freude (de) θηλυκό
- η χαρά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- Kummer αρσενικό
- Melancholie θηλυκό
- Traurigkeit θηλυκό