Glück

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Glück (de) ουδέτερο

  1. η τύχη
    er hat Glück - έχει τύχη/είναι τυχερός
  2. η ευτυχία