wee
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wee (en) (ανεπίσημο, παιδική γλώσσα, ειδικά βρετανικά αγγλικά)
- (μόνο ενικός) το πιπί, το κατούρημα
- ⮡ I want to go for a wee.
- Θέλω να κάνω πιπί μου.
- ⮡ I want to go for a wee.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη urine
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wee (nl)
- ο πόνος