παραπονεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπονεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραπονιέμαι και παραπονούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
παραπονεμένος, -η, -ο
- που έμεινε με το παράπονο, δεν ικανοποιήθηκε μια ανάγκη ή επιθυμία του, που όντως δεν δικαιώθηκε ή που πάντως εκείνος αισθάνεται ότι δεν βρήκε το δίκιο του
- Ολοι οι συμμαθητές του πήραν δώρα, μα εκείνος έμεινε παραπονεμένος
- παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας (στοίχοι Μάνου Ελευθερίου)
- → δείτε τη λέξη παραπονιέμαι