due
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
due (en)
- που οφείλεται
- Payment is due him in ten days.
- ο οφειλόμενος, ο αρμόζων, ο προσήκων
- with all due respect - με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό
- που αναμένεται βάσει προγραμματισμού ή προβλέπεται να συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο
- που πρόκειται να συμβεί σε λίγο επειδή έφτασε η αναμενόμενη στιγμή
- The baby is just about due.
- που προορίζεται
Επίρρημα[επεξεργασία]
due (en)
- κατευθείαν, ίσια (προς το βορρά, το νότο, τα ανατολικά, τα δυτικά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
due (en)
- η οφειλόμενη/δίκαιη αναγνώριση
- (στον πληθυντικό) dues: η συνδρομή ενός μέλους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
due (eo)
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
due (it)
Παπιαμέντο (pap) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
due
- ο πόνος