forecast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
forecast | forecasts |
forecast (en)
- η πρόβλεψη, η πρόγνωση, εκτίμηση για το πώς θα είναι στο μέλλον μία κατάσταση
- ↪ Economists’ forecasts for a rise in interest rates were confirmed.
- Επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις των οικονομολόγων για άνοδο των επιτοκίων.
- ↪ The Meteorological Service missed the mark in its forecasts.
- Η Μετεωρολογική Υπηρεσία έπεσε έξω στις προβλέψεις της.
- ↪ the weather forecast - η πρόβλεψη/πρόγνωση του καιρού
- ↪ election results forecast - πρόγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων
- ↪ Economists’ forecasts for a rise in interest rates were confirmed.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | forecast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forecasts |
αόριστος | forecasted |
παθητική μετοχή | forecasted |
ενεργητική μετοχή | forecasting |
forecast (en)
- προβλέπω, εκτιμώ πώς θα είναι στο μέλλον μία κατάσταση
- ↪ The Weather Service is forecasting good weather/rain/storms/high winds/no wind/a rise/a fall in temperature.
- Η Μετεωρολογική Υπηρεσία προβλέπει καλοκαιρία/βροχές/καταιγίδες/ανέμους/άπνοια/άνοδο/πτώση της θερμοκρασίας.
- ↪ Economists are forecasting a rise/a fall in national income/inflation.
- Οι οικονομολόγοι προβλέπουν αύξηση/μείωση του εθνικού εισοδήματος/του πληθωρισμού.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη predict
- ↪ The Weather Service is forecasting good weather/rain/storms/high winds/no wind/a rise/a fall in temperature.