forecast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forecast (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
forecast (en)
- προβλέπω, εκτιμώ πώς θα είναι στο μέλλον μία κατάσταση