προπονήτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπονήτρια < προπονητής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπονήτρια θηλυκό
- (αθλητισμός, επάγγελμα) θηλυκό του προπονητής
προπονήτρια θηλυκό