pain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pain (en)
- ο πόνος
- ένα ενοχλητικό άτομο ή πράγμα
- I had to get up early today to make it in time for the meeting, what a pain!
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pain | pains |
pain (fr) αρσενικό
- το ψωμί, η φραντζόλα, ο άρτος
- (Γαλλία) ένα είδος μπαγκέτας 400 γραμμαρίων
- (κατʼ επέκταση) κάθε τι που έχει μορφή ψωμιού
- (οικείο) η γροθιά
- (αργκό, μουσική) λάθος νότα
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pain και pan αρσενικό
- το ψωμί