pain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pain pains

pain (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πόνος, πονάω
    ⮡  I told the doctor the pain won’t go away.
    Είπα στην γιατρό ότι ο πόνος δε φεύγει.
    ⮡  They had to give him a second shot to not be in pain.
    Χρειάστηκε να του κάνουν και δεύτερη ένεση για να μην πονάει.
    ⮡  My back is in pain./I have pain in my back.
    Με πονάει η πλάτη.
  2. (ανεπίσημο) ένα ενοχλητικός άτομο ή πράγμα
    ⮡  I don’t want to be a pain.
    Δε θέλω να σας φανώ ενοχλητικός.

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας pain
γ΄ ενικό ενεστώτα pains
αόριστος pained
παθητική μετοχή pained
ενεργητική μετοχή paining

pain (en)

  • πονάω, προξενώ πόνο
    ⮡  It pains me to think that…
    Με πονάει που σκέφτομαι ότι…



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pain < pan < λατινική panis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pain pains

pain (fr) αρσενικό

  1. το ψωμί, η φραντζόλα, ο άρτος
  2. (Γαλλία) ένα είδος μπαγκέτας 400 γραμμαρίων
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που έχει μορφή ψωμιού
  4. (οικείο) η γροθιά
  5. (αργκό, μουσική) λάθος νότα
     συνώνυμα: fausse note

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pain και pan αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]