painkiller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
painkiller painkillers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

painkiller < pain + killer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

painkiller (en)

  • (φαρμακευτική) το παυσίπονο
    The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
    Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]