panure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

panure < pan(er) + -ure

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
panure panures

panure (fr) θηλυκό

  • σκόνη κοπανισμένης φρυγανιάς με την οποία σκεπάζουν ορισμένα φαγητά πριν τα ψήσουν

Συνώνυμα[επεξεργασία]