σφάχτης
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφάχτης < μεσαιωνική ελληνική σφάκτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφάχτης αρσενικό
- σφαγέας, άτομο που σφάζει ζώα σε σφαγείο
- φονιάς, αντεροβγάλτης
- (οικείο) ισχυρός πόνος στο εσωτερικό του σώματος που τον αισθανόμαστε σαν μαχαιριά