αντεροβγάλτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντεροβγάλτης αρσενικό
- στυγνός εγκληματίας που ξεκοιλιάζει τα θύματά του
αντεροβγάλτης αρσενικό