αψυχοπόνετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αψυχοπόνετος < μεσαιωνική ελληνική ἀψυχοπόνετος < α στερητικό και μεσαιωνική ελληνική ψυχοπονῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
αψυχοπόνετος -η -ο
- ο άπονος, ο σκληρόκαρδος, ο σκληρόψυχος, ο ανελέητος, που δεν αισθάνεται λύπηση, οίκτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψυχοπόνετος
|