azar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κουρδικά (ku)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
azar (ku)
- ο πόνος
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
azar | azares |
azar (pt) αρσενικό
- η ατυχία, η γρουσουζιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- dar azar - φέρνω ατυχία, γρουσουζιά
- que azar! - τι ατυχία!