sorte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sorte (fr) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sorte | sortes |
sorte (pt) θηλυκό
- η τύχη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- dar sorte - φέρνω τύχη
- que sorte! - τι τύχη!