αναπόληση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπόληση | οι | αναπολήσεις |
γενική | της | αναπόλησης* | των | αναπολήσεων |
αιτιατική | την | αναπόληση | τις | αναπολήσεις |
κλητική | αναπόληση | αναπολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπόληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπόλησις < αρχαία ελληνική ἀναπολέω / ἀναπολῶ < ἀνά + πολέω < πέλω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπόληση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναπολώ, η ενασχόληση με μια ευχάριστη ανάμνηση, η νοσταλγική ανάκληση στη μνήμη κάποιων γεγονότων
- ευχάριστη/εθιστική ανάκληση γλυκιάς μνήμης (ενός βιώματος)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αναπολώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπόληση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)