Μετάβαση στο περιεχόμενο

souvenir

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
souvenir souvenirs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

souvenir (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
souvenir souvenirs

souvenir (fr) αρσενικό

souvenir (fr)