Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναπολώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀναπολῶ, ἀναπωλῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπολώ < αρχαία ελληνική ἀναπολέω / ἀναπολῶ < ἀνά + πολέω < πέλω

αναπολώ

  • νοσταλγώ κάποιες στιγμές από το παρελθόν και τις φέρνω στη μνήμη μου, στρέφομαι στο παρελθόν και μου λείπει

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]