Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
νοσταλγικός
8 γλώσσες
English
Français
Кыргызча
Malagasy
Polski
Русский
Türkçe
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νοσταλγικ
ός
η
νοσταλγικ
ή
το
νοσταλγικ
ό
γενική
του
νοσταλγικ
ού
της
νοσταλγικ
ής
του
νοσταλγικ
ού
αιτιατική
τον
νοσταλγικ
ό
τη
νοσταλγικ
ή
το
νοσταλγικ
ό
κλητική
νοσταλγικ
έ
νοσταλγικ
ή
νοσταλγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νοσταλγικ
οί
οι
νοσταλγικ
ές
τα
νοσταλγικ
ά
γενική
των
νοσταλγικ
ών
των
νοσταλγικ
ών
των
νοσταλγικ
ών
αιτιατική
τους
νοσταλγικ
ούς
τις
νοσταλγικ
ές
τα
νοσταλγικ
ά
κλητική
νοσταλγικ
οί
νοσταλγικ
ές
νοσταλγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
νοσταλγικός
<
νοσταλγία
+
-ικός
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
νοσταλγικός
που έχει σχέση με τη
νοσταλγία
ή τον
νοσταλγό
ή που προκαλεί
νοσταλγία
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τη
λέξη
νοσταλγία
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
νοσταλγικός
αγγλικά
:
nostalgic
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
νοσταλγικός
8 γλώσσες
Προσθήκη θέματος