νοσταλγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]νοσταλγικά < νοσταλγικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]νοσταλγικά
- με νοσταλγικό τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη νοσταλγία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοσταλγικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νοσταλγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νοσταλγικό