nostalgically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | nostalgically |
συγκριτικός | more nostalgically |
υπερθετικός | most nostalgically |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
nostalgically (en)
- νοσταλγικά
- ↪ I remember the past nostalgically.
- Θυμάμαι νοσταλγικά τα περασμένα.
- ↪ I remember the past nostalgically.