καταφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταφορά < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφορά (επίθεση, αρχαία σημασία: κάθοδος) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική invective [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.foˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φο‐ρά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταφορά θηλυκό
- η φορά προς τα κάτω, το να παίρνει (πρόσωπο, πράγμα) κατεύθυνση προς τα κάτω
- η έκφραση αποδοκιμασίας με έντονο τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καταφορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταφορᾱ́ | αἱ | καταφοραί |
γενική | τῆς | καταφορᾶς | τῶν | καταφορῶν |
δοτική | τῇ | καταφορᾷ | ταῖς | καταφοραῖς |
αιτιατική | τὴν | καταφορᾱ́ν | τὰς | καταφορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | καταφορᾱ́ | καταφοραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταφορᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταφοραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]καταφορά < καταφέρω. Μορφολογικά, κατα- φορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταφορά θηλυκό
- το κατέβασμα, η μετακίνηση προς τα κάτω
- η κατηφόρα
- (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) η επίθεση
Πηγές
[επεξεργασία]- καταφορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)