ασύγκριτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύγκριτος < (ελληνιστική κοινή) ἀσύγκριτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασύγκριτος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί, γιατί είναι καλύτερος, ανώτερος ή διαφορετικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασύγκριτα
- ασυγκρίτως
- → δείτε τις λέξεις συγκρίνω και κρίνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύγκριτος