ὄνομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὄνομᾰ | τὰ | ὀνόμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ὀνόμᾰτος | τῶν | ὀνομᾰ́των |
δοτική | τῷ | ὀνόμᾰτῐ | τοῖς | ὀνόμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ὄνομᾰ | τὰ | ὀνόμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ὄνομᾰ | ὀνόμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνόμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνομᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄνομα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥· συγγενή: λατινική nomen, σανσκριτική नामन् (nā́man), τοχαρικά Α ñom, χεττιτική 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), αγγλοσαξονική nama (> αγγλική name)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄνομα ουδέτερο (αιολικός τύπος : ὄνυμα)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αιολικός & δωρικός τύπος : ὄνυμα
- επικός & ιωνικός τύπος : οὔνομα
Σύνθετα[επεξεργασία]
- -ώνυμον Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμον στο Βικιλεξικό
- -ώνυμος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμος στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ὄνομα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνομα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)